- εγκεφαλογράφημα
- το, -ατοςδιάγραμμα των διαφορών δυναμικού των εγκεφαλικών νευρώσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγκεφαλογράφημα — το διάγραμμα καταγραφής τών διαφορών δυναμικού οι οποίες παράγονται από τα εγκεφαλικά κύτταρα … Dictionary of Greek
κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… … Dictionary of Greek